- λαιμαριά
- ητο περιλαίμιο τής σαγής τών ζώων, το περιαυχένιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδ-αριά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαιμαριά — η λουρί που τοποθετείται γύρω από το λαιμό αλόγων ή βοδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαιμάριαστος — η, ο [λαιμαριά] (για ζώα) αυτός που δεν φοράει λαιμαριά, περιλαίμιο … Dictionary of Greek
αλυτάρωτος — η, ο [λυτάρι] 1. ο μη δεμένος με λυτάρι, λαιμαριά (για ζώα) 2. (άνθρωπος) που δεν υποβάλλεται σε αυστηρή πειθαρχία, αμολυτός, ασύδοτος … Dictionary of Greek
αμφιδέτης — ο (Α ἀμφιδέτης) μσν. περιδέραιο, κολιέ αρχ. περιτραχήλιο, λαιμαριά τών βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιδετικός] … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
μαγκούρι — το (Μ μαγκούριν) νεοελλ. βακτηρία, μαγκούρα μσν. ξύλινο περιλαίμιο, λαιμαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαγκούρα, με αλλαγή γένους, ή, κατ άλλους, από τουρκ. mangur] … Dictionary of Greek